Γιατί αφήνω τους άλλους να μου φέρονται άσχημα;

Η κοινωνία μας, έχει μάθει ως ένα βαθμό να ανέχεται και να διαιωνίζει κάποια στερεότυπα που προωθούν την επιθετικότητα και τη λεκτική ή ψυχολογική βία. Στη δουλειά, είναι αναμενόμενο, να «μου κάνουν καψόνια» αφού είμαι «ο νέος». Το αφεντικό μου είναι υβριστικό και προσβλητικό αλλά «έτσι φέρεται σε όλους».

Όμως κι εμείς πολλές φορές επιτρέπουμε τέτοιες νοοτροπίες μέσω της δικής μας συμπεριφοράς όπως το να αναλαμβάνουμε όλο και περισσότερη δουλειά που πλέον δεν μας μένει χρόνος για τον εαυτό μας, αναλογιζόμενοι ότι «έχουμε κρίση τί άλλο μπορώ να κάνω;».

Παραδείγματα άσχημης συμπεριφοράς στην καθημερινή μας ζωή

Ακόμα και στις προσωπικές μας σχέσεις, κάποιοι νιώθουμε πως πάντα πρέπει να κάνουμε πίσω προς όφελος της «ειρήνης», όταν μας φέρεται για παράδειγμα άσχημα ο/η σύντροφός μας και προσποιούμαστε ότι δεν μας ενοχλεί κάτι που στην πραγματικότητα μας πληγώνει. Θάβουμε το συναίσθημα μας πίσω από σκέψεις του τύπου: «δεν θέλω να χαλάσουμε τη σχέση μας», «κάνω πως δεν το άκουσα», «το κάνω για τα παιδιά».

Ίσως να έχουμε έναν φίλο που επιμένει να μας παίρνει τηλέφωνο επανειλημμένως οποιαδήποτε ώρα για να μας πει τα βάσανά του: ότι δεν καταφέρνει να τα βρει με τη σύντροφό του, ότι είναι ερωτευμένος χωρίς ανταπόκριση ή ότι η επαγγελματική ζωή του έχει τελματώσει. Μιλάει ακατάπαυστα για τα δικά του προβλήματα και συνέχεια ζητά συμβουλές για το τι πρέπει να κάνει. Αλλά μέσα σε όλο αυτό εγώ δεν υπάρχω πουθενά, δεν με ρωτά ποτέ αν είμαι καλά ή τι κάνω και μάλιστα αν πάω να μιλήσω για τον εαυτό μου, μπορεί σύντομα να με διακόψει ή να με αγνοήσει για να επαναφέρει τη συζήτηση στο δικό του θέμα.

Εν τέλει, όταν όλα πάνε ίσως καλά στη ζωή του, θα με ξεχάσει τελείως, μέχρι την επόμενη φορά που θα με χρειαστεί. Κι εγώ που έχω μάθει να είμαι το καλό παιδί που δεν λέει ποτέ όχι, δεν θα του το αρνηθώ.

Τί μας εμποδίζει να βάλουμε όρια

Γιατί, λοιπόν, κάποιοι άνθρωποι επιτρέπουμε στους άλλους να μας εκμεταλλεύονται ενώ άλλοι όχι; Τί μας εμποδίζει να πούμε «στοπ» όταν αυτό επιβάλλεται; Γιατί κάποιοι επιτρέπουμε προσβλητικές συμπεριφορές και άλλοι όχι, παρότι και οι δύο τις βρίσκουμε ενοχλητικές; Τί είναι τελικά αυτό που εμποδίζει κάποιους από εμάς να βάλουμε όρια για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας;

Μέσα στον ενήλικα που δεν μπορεί να θέσει όρια, βρίσκεται ένα παιδί που αγωνιά, γιατί όπως κάθε παιδί, θέλει να γίνεται αποδεκτό, αρεστό και να αγαπηθεί όπως του αξίζει, κάτι που είναι απόλυτα φυσιολογικό, ταυτοχρόνως, όμως, φοβάται ότι αν γνωστοποιήσει στους άλλους τις δικές του ανάγκες και τα «θέλω» του, εκείνοι θα το κατακρίνουν και θα το εγκαταλείψουν. Αυτό το παιδί ίσως να σκέφτεται πως δεν είναι αρκετά ικανό, πως έχει τόσα ελαττώματα που του αξίζει να του φέρονται άσχημα, ή πως είναι πολύ τυχερό που οι άλλοι το ανέχονται στην παρέα τους, και πως δε θα συνεχίσουν να το αποδέχονται αν τους χαλάσει τη διάθεση εκφράζοντας τις δικές του ανάγκες.

Η πεποίθηση: δεν αξίζω

Η πεποίθηση ότι δεν αξίζω, ότι αν θέσω τα δικά μου θέλω, θα με κατακρίνουν και ότι θα με εγκαταλείψουν, βρίσκεται στο μακρινό παρελθόν μας. Οι γονείς μας μπορεί να ήταν υπερβολικά αυστηροί και να μάθαμε πως ότι κι αν κάνουμε θα μας κατακρίνουν, ίσως να ήταν υπερβολικά απαιτητικοί κι έτσι μάθαμε πως για να κερδίσουμε την αγάπη τους πρέπει να προσπαθούμε να είμαστε τέλειοι χωρίς ποτέ να παραπονούμαστε, ίσως δεν μας παρηγόρησαν και δεν μας επιβράβευσαν αρκετά για να πιστεύουμε ότι αξίζουμε. Παρότι είμαστε ενήλικες, λειτουργούμε με τις απόψεις και τους φόβους που είχαμε όταν ήμασταν παιδιά γιατί στην κρίσιμη ηλικία που μαθαίνουμε το «πως λειτουργεί ο κόσμος» μας έδειξαν ότι δεν έχουμε δικαίωμα να βάζουμε όρια.

Στο παρόν μας λοιπόν, φοβόμαστε πως θα αντιδράσουν οι άλλοι στα όριά μας και μας τρομάζει η σκέψη να εμπλακούμε σε συγκρούσεις και διαφωνίες, θεωρούμε πως το να βάζουμε όρια ισοδυναμεί με το να μείνουμε μόνοι. Στην ανάγκη μας να αγαπηθούμε είμαστε διατεθειμένοι να υπομείνουμε τις παράλογες απαιτήσεις των άλλων. Θυσιάζουμε τα πάντα στο βωμό της ανάγκης μας να έχουν οι άλλοι καλή γνώμη για εμάς έτσι ώστε να μας αποδέχονται.

Γιατί όμως μας νοιάζει τόσο τί σκέφτονται οι άλλοι για εμάς

Αν φανταστούμε τη ζωή σαν έναν πίνακα, τότε πιστεύουμε πως εμείς βρισκόμαστε στο κέντρο της εικόνας και πως όλοι θα έχουν στραμμένη την προσοχή τους προς τα εμάς για να μας κατακρίνουν, όμως τελικά ισχύει το ακριβώς αντίθετο.

Είμαστε το κέντρο του σύμπαντος μόνο για τον εαυτό μας, όχι για τους άλλους.

Στην πραγματικότητα είμαστε κι εμείς ένα ακόμα άτομο σε μία γωνία ενός πίνακα που απεικονίζει ένα τεράστιο τοπίο με όλων των ειδών τους ανθρώπους που ο κάθε ένας έχει τα δικά του άγχη, τα δικά του προβλήματα και τις δικές του ανάγκες.

Αυτή η συνειδητοποίηση είναι, ως ένα βαθμό, τρομακτική. Η συνειδητοποίηση του πόσο λίγο νοιάζεται για εμάς το σύμπαν και του πόσο μικρή σημασία έχει η ύπαρξή μας για τον υπόλοιπο κόσμο, από μία άλλη οπτική γωνία, όμως, είναι και λυτρωτική.

Περνάμε τόσο πολύ χρόνο φοβούμενοι τι θα σκεφτούν οι άλλοι όταν αποτύχουμε και προσπαθούμε διαρκώς να διατηρήσουμε μια καλή φήμη. Μπορεί να μένουμε ξάγρυπνοι τα βράδια σκεπτόμενοι πως θα κερδίσουμε την αποδοχή των άλλων ακόμα και ατόμων που αντιπαθούμε. Στην πραγματικότητα, όταν θα τα κάνουμε θάλασσα, κάτι που αναπόφευκτα θα συμβεί, σχεδόν κανείς δεν θα το προσέξει και ακόμα και αν το προσέξει δε θα νοιαστεί για πάνω από μερικές στιγμές γιατί ο κάθε ένας θα είναι πολύ απασχολημένος με τα δικά του προβλήματα. Ουσιαστικά η ντροπή μας θα χαθεί μέσα σε έναν τεράστιο, αδιάφορο και ταυτόχρονα παρήγορο κόσμο.