Έχω κατάθλιψη;
Υπάρχουν πολλά, στον σημερινό κόσμο, για τα οποία αξίζει να λυπηθεί κανείς. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι ο Δίας έχει δύο πιθάρια, ένα με ευτυχία κι ένα με δυστυχία και μοιράζει στους ανθρώπους και από τα δύο ενώ σε κάποιους δίνει μόνο από αυτό με την δυστυχία.
Η πεποίθηση λοιπόν ότι τα άσχημα πράγματα συμβαίνουν και μάλιστα ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό από τα καλά δεν είναι πρόσφατη. Σύμφωνα με έρευνες περίπου το 17% των ανθρώπων θα περάσει ένα καταθλιπτικό επεισόδιο τουλάχιστον μία φορά στην ζωή του (Blazer et al., 1994). Αυτό όμως σημαίνει ότι το υπόλοιπο 83% δεν θα βιώσει κάτι τέτοιο ακόμα κι αν είναι σίγουρο ότι όλοι θα αντιμετωπίσουμε δύσκολες καταστάσεις που θα μας προκαλέσουν βαθιά θλίψη.
Θλίψη, κατάθλιψη, έλλειψη νοήματος
Είναι απλό να σκεφτούμε γεγονότα που μπορεί να κάνουν ένα άτομο να νιώσει βαθιά θλιμμένο: το πένθος από τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, ένας χωρισμός, μία αποτυχία, η έλλειψη φίλων και εργασίας. Επιφανειακά, τόσο το βαθιά θλιμμένο άτομο όσο και το καταθλιπτικό θα έχουν παρόμοιες συμπεριφορές: κλάμα, αποστασιοποίηση, έλλειψη διάθεσης, απομάκρυνση από την κοινωνική ζωή, θλιμμένη διάθεση, διαταραγμένος ύπνος και προβλήματα διατροφής.
Ένας άνθρωπος που δεν έχει βαριά κατάθλιψη όμως ακόμα κι αν είναι βαθιά θλιμμένος θα ξέρει τι είναι αυτό που του προκαλεί θλίψη ενώ το καταθλιπτικό άτομο μπορεί να μην ξέρει πραγματικά τι είναι αυτό που του προκαλεί την απελπισία. Το μόνο που ξέρει θα είναι πως έχει μία αίσθηση παντελούς έλλειψης νοήματος και ανικανότητας να βιώσει ευχαρίστηση που συνοδεύεται από συναισθήματα αναξιότητας, ντροπής και τύψεων χωρίς όμως να μπορεί να εντοπίσει πραγματικά τους λόγους που νιώθει έτσι.
Αν κάποιος το πιέσει, ίσως να απαντήσει πως είναι δυστυχισμένο γιατί «όλοι στο τέλος πεθαίνουν,» γιατί «η ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη λόγω κλιματικής αλλαγής», η γιατί «ο ήλιος σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια θα καταπιεί τη Γη» όμως αυτοί οι λόγοι φαίνονται απόμακροι και προκαλούν σύγχυση στους γύρω του οι οποίοι μπορεί να καταλήξουν σε λανθασμένα συμπεράσματα όπως το ότι προσποιείται για να τραβήξει την προσοχή.
Η έλλειψη λόγου για την ύπαρξη θλίψης έχει οδηγήσει πολλούς (επιστήμονες και μη) να θεωρήσουν πως η κατάθλιψη οφείλεται σε κάποια χημική ανισορροπία στον εγκέφαλο η οποία μπορεί να διορθωθεί μόνο με φαρμακευτική αγωγή, σχετικά γρήγορα και με χαμηλό χρηματικό κόστος. Είναι γεγονός ότι ο εγκέφαλος του βαριά καταθλιπτικού ατόμου παρουσιάζει κάποιες αλλοιώσεις αλλά δεν ξέρουμε αν αυτές προκαλούν την κατάθλιψη ή αν προκαλούνται από αυτήν (Marchand et al., 2005).
Κατάθλιψη και ψυχολογική βοήθεια
Σύμφωνα με έρευνες, οι περισσότεροι άνθρωποι με κατάθλιψη δεν ενδιαφέρονται να χρησιμοποιήσουν ψυχολογική βοήθεια ίσως γιατί πιστεύουν ότι θα έπρεπε να τα καταφέρουν μόνοι τους ή ότι η κατάθλιψη είναι απλά μία κακή περίοδος στην ζωή τους που θα περάσει με τον χρόνο. Υπάρχουν όντως περιπτώσεις όπου η κατάθλιψη πέρασε χωρίς βοήθεια από ειδικούς ψυχικής υγείας όμως ακόμα κι αυτά τα άτομα δεν φαίνεται να επανέρχονται πλήρως και ο τρόπος ζωής και σκέψης τους φαίνεται να παραμένουν επηρεασμένοι. Επίσης υπάρχει μεγάλη πιθανότητα υποτροπής αλλά ακόμα κι αν δεν συμβεί αυτό, οι άνθρωποι αυτοί μπορεί και πάλι να έχουν σημαντικά προβλήματα στην κοινωνική η επαγγελματική ζωή τους (Coryell et al., 1993).
Η ψυχοθεραπεία έχει μία πιο βαθιά αντίληψη για το τι μπορεί να συμβαίνει.
Οι ψυχοδυναμικές προσεγγίσεις ερμηνεύουν την κατάθλιψη ως έναν μηχανισμό άμυνας απέναντι σε συναισθήματα απώλειας, πένθους, άγχους, τύψεων και αρνητικής αυτοεικόνας που προέρχονται από πρώιμα παιδικά η και ενήλικα ψυχικά τραύματα. Το άτομο έχει βιώσει κάποια γεγονότα τόσο οδυνηρά που τα θάβει στο ασυνείδητο γιατί δεν πιστεύει ότι αντέχει να τα αντιμετωπίσει και κρύβεται από αυτά, εκείνα όμως βγαίνουν στην επιφάνεια μεταμορφωμένα.
Μπορεί να παντρεύτηκα το λάθος άτομο, μπορεί να μην έχω εκπληρώσει τα όνειρά μου και πλέον να νιώθω ότι είναι αργά για μένα ή να έχω τόσο υπερβολικές και άκαμπτες απαιτήσεις/προσδοκίες από τον εαυτό μου που ότι κι αν κάνω δεν μπορώ να τις ικανοποιήσω. Η κατάθλιψη λοιπόν για την ψυχανάλυση, είναι η οργή του ατόμου στραμμένη προς στον εαυτό.
Ο φόβος της αναγνώρισης και αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων μπορεί να είναι τόσο μεγάλος που πιστεύουμε ότι δεν θα τον αντέξουμε, συνεπώς, για να διατηρήσουμε μια κάποια πνευματική ισορροπία, προτιμούμε το μούδιασμα των συναισθημάτων από την αλήθεια. Η ψυχοθεραπεία επιτρέπει στο άτομο να φέρει αυτούς τους φόβους στην συνείδηση και να τους εξετάσει πραγματικά γι’ αυτό που είναι κι όχι να τους αφήνει να παραμένουν κρυφοί, απροσδιόριστοι, τρομακτικοί. Είναι αυτοί οι αδιευκρίνιστοι φόβοι, από τους οποίους προσπαθεί μονίμως να ξεφύγει γιατί νιώθει αδύναμο να τους αντιμετωπίσει.
Γνωστικοσυμπεριφορική θεωρία της ψυχολογίας (ΓΣΘ)
Η δεύτερη προσέγγιση προέρχεται από την γνωστικοσυμπεριφορική θεωρία της ψυχολογίας (ΓΣΘ) και υποστηρίζει πως η κατάθλιψη είναι αντίδραση στην απώλεια, είτε αυτή είναι πραγματική (θάνατος, χωρισμός κλπ.) είτε συμβολική (απώλεια εργασίας, μη εκπλήρωση ονείρων, απώλεια υγείας κλπ.). Η ΓΣΘ υποστηρίζει πως το καταθλιπτικό άτομο έχει δομήσει την προσωπικότητά του επάνω σε δυσλειτουργικά σχήματα σκέψης οπότε ερμηνεύει τα όσα του συμβαίνουν με αρνητικό (καταθλιπτικό) τρόπο. Αυτές οι σκέψεις αφορούν κυρίως την «γνωστική τριάδα» (ο εαυτός, οι άλλοι, το μέλλον). Το άτομο θεωρεί τον εαυτό του ευάλωτο/αποτυχημένο/ανάξιο αγάπης, τον κόσμο εχθρικό/κακό/ανήθικο και το μέλλον αρνητικό/αβέβαιο/φοβερό.
Το καταθλιπτικό άτομο επεξεργάζεται τις πληροφορίες του περιβάλλοντος με τρόπο που ενισχύουν την καταθλιπτική σκέψη αλλά δεν βασίζονται σε πραγματικά στοιχεία και για τον λόγο αυτόν βασικό μέλημα της θεραπείας είναι να εντοπίσει, να αξιολογήσει και να τροποποιήσει τις σκέψεις αυτές με άλλες πιο υγιείς και λειτουργικές που να συμβαδίζουν περισσότερο με την πραγματικότητα.
Στον καταθλιπτικό άνθρωπο, όπως και σε όλους μας, μπορεί να συμβούν αρνητικά γεγονότα που θα ήταν φυσιολογικό να του προκαλέσουν θλίψη, η δική του δυστυχία όμως προέρχεται από μη ρεαλιστικές σκέψεις που αφορούν αξιολογήσεις του εαυτού, σκέψεις όπως «αισθάνομαι ανάξιος/πολύ κακός και πρέπει να τιμωρηθώ», «μισώ τον εαυτό μου», σκέψεις άκαμπτες και ολοκληρωτικές «είμαι τελείως αποτυχημένος», «είμαι αποκρουστικός και κανείς δεν θα μπορέσει να μ’ αγαπήσει γιατί δεν το αξίζω» και σκέψεις που δεν επιτρέπουν ελπίδα για το μέλλον «δεν θα καταφέρω τίποτα στη ζωή μου», «δεν θα μπορέσω να αντέξω το πόσο δυστυχισμένος είμαι». Με έναν τέτοιο απόλυτο και προκατειλημμένο τρόπο σκέψης το άτομο αγνοεί οτιδήποτε θετικό συμβαίνει κι εστιάζει μόνο στα αρνητικά καταλήγοντας έτσι να πιστεύει πως υπάρχουν μόνο αρνητικά.
Η ΓΣΘ στοχεύει στο να εντοπίζει όλες τις σχετικές αρνητικές σκέψεις και να τις εξετάζει συλλέγοντας και τα στοιχεία που τις υποστηρίζουν και τα στοιχεία που τις καταρρίπτουν έτσι ώστε το άτομο να αξιολογεί όσο πιο «αντικειμενικά» γίνεται τα όσα του συμβαίνουν και τις σκέψεις του γύρω από αυτά.
Καθώς οι σκέψεις επηρεάζουν άμεσα τα συναισθήματα, οι θεραπευόμενοι εκπαιδεύονται στο πώς να ελέγχουν τις σκέψεις τους, να αναγνωρίζουν τις αρνητικές και να τις αξιολογούν ισορροπημένα χωρίς να τις αφήνουν να τους οδηγούν στην κατάθλιψη καθώς καταλαβαίνουν πως αυτές οι αρνητικές σκέψεις βασίζονται σε μη πραγματικές πεποιθήσεις.
Αυτή η διαδικασία επιτρέπει να γίνουν σταδιακά θετικά βήματα που θα καταλήξουν σε θετικές αλλαγές. Απώτερος σκοπός είναι να γίνει το άτομο θεραπευτής του εαυτού του έτσι ώστε, εν καιρώ, να μπορεί να αντιμετωπίζει μόνο του αυτές τις σκέψεις και να λυπάται βαθιά όταν ο Δίας του στέλνει το περιεχόμενο του πιθαριού με την δυστυχία χωρίς όμως να νιώθει ότι είναι ανάξιο να αγαπηθεί, πως δεν υπάρχει ελπίδα στο μέλλον, ή ότι δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να νιώσει ευχαρίστηση η ευτυχία.
Βιβλιογραφία
1. Blazer, D. G., Kessler, R. C., McGonagle, K. A., & Swartz, M. S. (1994). The prevalence and distribution of major depression in a national community sample: The National Comorbidity Survey. The American Journal Of Psychiatry, 151(7), 979-986. doi:10.1176/ajp.151.7.979
2. Coryell, W., Scheftner, W., Keller, M., Endicott, J., Maser, J., & Klerman, G. (1993). The enduring psychosocial consequences of mania and depression. The American Journal Of Psychiatry, 150(5), 720-727. Available from: PsycINFO.
3. Marchand, W. R, Dilda, V., & Jensen, C. R. (2005). Neurobiology of mood disorders. Hospital Physician, 41(9), 17–26.
Συνδεθείτε μαζι μας